μειξοπαρθένα

μειξοπαρθένα
η
βλ. μιξοπαρθένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιξοπαρθένα — και μειξοπαρθένα, η νέα κοπέλα η οποία, ενώ διατηρεί τα δείγματα τής παρθενιάς, ικανοποιεί τις σεξουαλικές της επιθυμίες με άλλους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι* + παρθένα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”